- ξύλωσιν
- ξύλωσιςwood-work of a buildingfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξύλωση — η (ΑΜ ξύλωσις) [ξυλώ] ο ξύλινος σκελετός τής οικοδομής, καθώς και κάθε άλλη ξύλινη κατασκευή που υπάρχει σε αυτήν, η ξυλωσιά («καὶ αὐτῶν τῶν οἰκιῶν καθαιροῡντες τὴν ξύλωσιν». Θουκ.) νεοελλ. 1. ξύλινη επένδυση σε πηγάδι ή σε στοά ορυχείου η οποία… … Dictionary of Greek